περικρατής

περικρατής
-ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.)
2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος.
επίρρ...
περικρατῶς Α
με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ-κρατής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περικρατής — grasping masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρατῆ — περικρατής grasping neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περικρατής grasping masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περικρατής grasping masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρατές — περικρατής grasping masc/fem voc sg περικρατής grasping neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρατέεσιν — περικρατής grasping masc/fem/neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρατέεσσιν — περικρατής grasping masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρατῶς — περικρατής grasping adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρατεῖ — περικρατέω have full command of pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περικρατέω have full command of pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) περικρατής grasping masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περικρατής grasping… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικρατεῖς — περικρατέω have full command of pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) περικρατής grasping masc/fem acc pl περικρατής grasping masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • περικρατῶν — περικρατέω have full command of pres part act masc nom sg (attic epic doric) περικρατής grasping masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”