- περικρατής
- -ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.)2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος.επίρρ...περικρατῶς Αμε περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ-κρατής].
Dictionary of Greek. 2013.